- πλοκή
- η1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλέκω, πλέξιμο.2. μτφ., διάρθρωση, δομή λογοτεχνικού έργου: Η πλοκή του έργου ήταν καταπληχτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλοκή — twining fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκῇ — πλοκῆι , πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκή — η, ΝΑ 1. πλέξιμο 2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσης νεοελλ. (βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην… … Dictionary of Greek
πλοκαῖς — πλοκή twining fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκαί — πλοκή twining fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκήν — πλοκή twining fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοκῶν — πλοκή twining fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… … Dictionary of Greek
διαπλοκή — η (Α διαπλοκή) [διαπλέκω] σύνδεση με πλέξιμο, σύνθεση με πλοκή αρχ. 1. πλοκή 2. (σε πληθ.) λοξοδρομίες … Dictionary of Greek